χιτωνίσκοι

χιτωνίσκοι
χιτωνίσκος
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιπόρφυρος — ον, Α (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.) 2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [τήβεννα ή τήβεννος]» λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές β) …   Dictionary of Greek

  • φτερωτός — ή, ό / πτερωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια (α. «φτερωτό άρμα» β. «σύθην δ ἀπέδιδος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.) 2. στολισμένος με φτερά (α. «φτερωτό καπέλο» β. «πτερωτοῖς ἀμπέχονται χιτωνισκίοις ἄγραις ἐπιχειροῦντες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”